- πληκτικώς
- Αεπίρρ. βλ. πληκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πληκτικῶς — πληκτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek